Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

6-12


Η πορεία ξεκίνησε από τα προπύλαια με κατεύθυνση προς την Ομόνοια. Άργησα λιγάκι να φτάσω λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων. Φθάνοντας έψαξα να βρω τους φίλους μου, μέσα στην πορεία. «Είμαστε στο Πανεπιστήμιο μπροστά.» μου είπαν από το κινητό και άρχισα να ανηφορίζω. Ο κόσμος ατελείωτος, παιδιά με γονείς, παιδιά γυμνασίου, αλλά η ατμόσφαιρα εκρηκτική. Ψάχνοντας για τους φίλους μου, άκουσα ένα χειροκρότημα: είχε γίνει υποστολή της σημαίας στο πανεπιστήμιο και έπαρση της μαυροκόκκινης.



Αφού τα καταφέραμε να βρεθούμε, συνεχίσαμε μαζί. Η παρουσία της αστυνομία κάθε άλλο παρά διακριτική και απρόκλητη ήταν. Στην άνοδο προς Σταδίου ήταν κάτι παιδιά που ετοιμάζονταν να σπάσουν, εξοργισμένα, ένα κατάστημα πολυεθνικής και μιά γυναίκα, από κάποιο κομματικό μπλοκ, τους φώναζε «-Γιατί το κάνετε αυτό; Γιατί σπάτε; Δεν μπαίνετε στην πορεία...» «-Μα καλά, μας δουλεύεις κυρά μου; Δεν είδες τι κάναν οι μπάτσοι στο παιδί πίσω;» της απάντησε ένα από τα παιδιά, με βουρκωμένα μάτια.

Εκείνη την στιγμή μας επιτέθηκαν τα ΥΜΕΤ. Φωνές, φασαρία, τρόμος. Ένας των ΥΜΕΤ γλίστρησε και έπεσε ακριβώς δίπλα μας, και μέσα στον τρόμο, μας έπιασαν νευρικά γέλια, τα οποία δεν κράτησαν για πολύ, αφού εισέβαλαν τα ΜΑΤ και προσπάθησαν να διαλύσουν την πορεία. Το γκλομπ τους ξέφευγε, δεν έβλεπαν ανθρώπους μπροστά του, χτυπούσαν αδιακρίτως όποιον και ότι έβρισκαν μπροστά τους. Δυο φίλες μου με τρόμο μου είπαν «-Πάμε να φύγουμε!». «-Που να πάμε; Αν απομακρυνθούμε ή θα μας συλλάβουν ή θα μας δείρουν. Δεν βλέπετε τι γίνεται;» τους απάντησα.
Καταφέραμε και κρατήσαμε την πορεία, άλλα χάσαμε έναν φίλο, μέσα στην αναμπουμπούλα. Σταθήκαμε ο ένας πολύ κοντά στον άλλον και δεν αφήναμε να μπουν τα ΜΑΤ μέσα. Αφού κόπασε η ένταση, συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε την Σταδίου...

Φθάνοντας προς την πλατεία Κλαυθμώνος πλησίασε μια κοπέλα κλαίγοντας σπαρακτικά. «Ρε παιδιά, πέσαν πάνω σε ένα μικρό παιδάκι 7 Ματατζήδες και το πλάκωναν με τα γκλοπ! Βοήθεια!». Άρχισαν να βουρκώνουν τα παιδιά γύρω και ψάχναμε τρόπο να καλέσουμε για κάποια, οποιαδήποτε βοήθεια... Χωρίς να υπάρχει πουθενά... Εκείνη την στιγμή μου ήρθε στο μυαλό το υστερόγραφο από το γράμμα που είχαν γράψει πέρσι οι συμμαθητές του Α. Γρηγορόπουλου: “Μην μας ρίχνετε άλλα δακρυγόνα, κλαίμε από μόνοι μας”...

Κοντά στο Σύνταγμα ακούγονταν εκρήξεις, σαν να γινόταν μάχη με πυροβόλα όπλα. Οι εκρήξεις αντηχούσαν στα αυτιά μας και σειόταν το έδαφος... Τρομάξαμε περισσότερο, χωρίς να μας έχει εγκαταλείψει ο προηγούμενος τρόμος. Η μυρωδιά των δακρυγόνων ήταν απελπιστικά έντονη. Βγήκαμε στο Σύνταγμα, συνοδευόμενοι από ένα τρομακτικό μηχανικό γρύλισμα, που έβγαινε από τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό μηχανών της ομάδας Δ, οι οποία είχε σταθμεύσει και μάρσαρε προκλητικά στο τέλος της οδού Ερμού. Ανεβήκαμε στο Σύνταγμα και στρίψαμε στην Πανεπιστημίου, όπου πηγαίναμε να καταλήξουμε στα Προπύλαια. Στην Πανεπιστημίου, λίγο μετά το Ζόναρς, η πορεία κόπηκε στα δύο. Τα κομματικά μπλοκ έστριψαν και οι υπόλοιποι συνεχίζαμε ευθεία προς τα Προπύλαια. Χτυπάει το τηλέφωνό μου. Ήταν εκείνος ο φίλος που είχαμε χάσει πριν. «Βρίσκομαι στα καρτοτηλέφωνα, στην παλαιά Βουλή.» Φύγαμε από την Πανεπιστημίου για να πάμε να τον βρούμε Στα στενά, από Πανεπιστημίου προς Σταδίου μαζεύονταν οι διμοιρίες των ΜΑΤ. «Φύγετε από εδώ, θα κάνουμε ντου!» μας είπε ένας τύπος με πολιτικά. Πίσω μας, στην Πανεπιστημίου, υπήρχαν παιδιά, γονείς, μαθητές, φοιτητές, καθηγητές, δάσκαλοι. “Τι πάνε να κάνουν; Σε αυτόν τον κόσμο θα κάνουν ντου;” σκέφθηκα...

Αφού βρεθήκαμε με τον φίλο μας στην παλαιά Βουλή, σταθήκαμε στην Κλαυθμώνος. Το πανεπιστήμιο είχε αποκλειστεί. Αμέτρητες διμοιρίες ΜΑΤ, ΥΜΕΤ, Δ είχαν περικυκλώσει το πανεπιστήμιο. Ξεκίνησε ένας πόλεμος, με τα ΜΑΤ να ρίχνουν πέτρες κατά των διαδηλωτών, οι διαδηλωτές δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τον κλοιό, επέστρεφαν τις πέτρες προς τα ΜΑΤ, έπεφταν βροχή οι κρότου-λάμψης στο συγκεντρωμένο πλήθος και εμείς, ανήμποροι, απλώς κοιτούσαμε από μακρυά. Μέχρι που μας τύλιξε ένα σύννεφο δακρυγόνων, το οποίο είχε παρασύρει ο αέρας από την Πανεπιστημίου και κατευθυνθήκαμε μία ομάδα 5 ατόμων προς το Σύνταγμα. Πίσω από την Κλαυθμώνος, βρισκόταν μια διμοιρία ΥΜΕΤ μαζί με μία ομάδα κουκουλοφόρων με στυλιάρια και συζητούσαν.

Καθήσαμε στο Σύνταγμα, λιγάκι, για να συνέλθουμε και να καταλάβουμε τι συνέβη εκεί πίσω. Παντού γύρω μας βρίσκονταν αστυνομικοί.

Με πολύ προσοχή και ενώ το πανεπιστήμιο και οι γύρω δρόμοι ήταν εμπόλεμη ζώνη, όπου ότι κινόταν, συλλαμβανόταν, πήγαμε στο σημείο της δολοφονίας του Α. Γρηγορόπουλου. Κράτησα ενός λεπτού σιγής κοιτώντας τις αφιερώσεις. Το ελικόπτερο της αστυνομίας πετούσε πάνω από την περιοχή, καταστέλλοντας την σιγή μου. “Ένας εφιάλτης... Αυτό συμβαίνει!” σκέφθηκα. Ήθελα να ξυπνήσω από αυτόν τον εφιάλτη. Αδύνατον. Ο ήχος του ελικοπτέρου δυνάμωσε.

Τελικά μείναμε εγκλωβισμένοι μέσα σε αυτόν τον εφιάλτη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου