[από τον «Δρόμο με τις Φάμπρικες»]
Θα το ξεκινήσω από το τέλος. Όταν μετά από πολλές ώρες ταξίδι και ταλαιπωρία, το λεωφορείο ερείπιο που μας μετέφερε στην Ελλάδα( παράγκα με ρόδες το είπε ο διπλανός μου) με άλλους 45-50 άτομα, μπήκε σε ελληνικό έδαφος και έκανε τα πρώτα μέτρα αναπτύσσοντας ταχύτητα, είπα στον συνταξιδιώτη μου που από τις πολλές ώρες μαζί είχαμε γίνει φίλοι πια:
-δεν ξέρω για σένα πως νιώθεις αλλά εγώ, πρώτη φορά, καταλαβαίνω τόσο έντονα πως την Ελλάδα την αγαπώ πολύ και μου έχει λείψει. Και δεν είναι μόνο ότι έχω πίσω τις κόρες μου και τη γυναίκα μου. Όλα μου έχουν λείψει.
Για να πάρω την απαντιση από έναν άνδρα αλβανό κοντά στα πενήντα που είχε περίπου δεκατρία χρόνια στην Ελλάδα:
-Κι εγώ το ίδιο. Τελικά, κατάφερε αυτή η χώρα να μας κλέψει τη καρδιά. Αν και η ψυχή μας είναι ακόμα πίσω.
Για ότι με αφόρα ,όμως, μπορώ να πω πως και η ψυχή μου είναι μοιρασμένη πλέον.
Εδώ κι εκεί.
Εκεί κι εδώ.
Χάρηκα πολύ τη μια εβδομάδα που κάθισα στη πρώτη πατρίδα μου, χάρηκα άλλο τόσο για τις πολλές αλλαγές προς το καλύτερο που έχουν γίνει, μα υπήρξαν στιγμές που ένιωσα πολύ ξένος.
Σε ένα φαρμακείο, σε ένα εστιατόριο, σε ένα εκλογικό κέντρο, στα γραφεία ενός κόμματος, στα γραφεία μιας εφημερίδας.
Υ.γ.1): Τελικά είναι ευχή ή κατάρα η μετανάστευση για τον άνθρωπο;
Υ.γ.2): Για τις εκλογές στην Αλβανία, τα καλά και τα κακά, θα τα πούμε στη συνέχεια.
Εμένα, πάντως, αυτό το κείμενο με έκανε να ντρέπομαι που έτυχε να γεννηθώ στην Ελλάδα...
ΑπάντησηΔιαγραφή